πολυπραγμονικώς

πολυπραγμονικώς
Μ
επίρρ. με άκαιρη πολυπραγμοσύνη, με υπερβολική περιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυπράγμων, -ονος + επιρρμ. κατάλ. -ῶς, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πολυ- πραγμονικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”